- ἐπιτερπές
- ἐπιτερπήςpleasingmasc/fem voc sgἐπιτερπήςpleasingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτερπής — ἐπιτερπής, ές (Α) [επιτέρπομαι] 1. ευχάριστος, τερπνός, που παρέχει τέρψη («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», Πλάτ.) 2. αυτός που η θέα του προκαλεί ευχαρίστηση («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», Διόδ.) 3. ο έκδοτος στις ηδονές. επίρρ... ἐπιτερπῶς (Α) τερπνά … Dictionary of Greek